- καρίζω
- καρίζω (Α) [Κάρ]1. συμπεριφέρομαι σαν Καρ, σαν κάτοικος τής Καρίας2. μιλώ σαν Καρ, βαρβαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καρίζειν — Καρίζω act like a Carian pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρίζεις — Καρίζω act like a Carian pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρισσα — Καρίζω act like a Carian aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καριστί — (Α) στην καρική γλώσσα, βαρβαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καρισ τού ρ. καρίζω (πρβλ. αόρ. ἐ κάρ ισ α) + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. βαρβαρισ τί, ελληνισ τί)] … Dictionary of Greek